οἰκίσκου

οἰκίσκου
οἰκίσκος
small room
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • обитѣль — ОБИТѢЛ|Ь (96), И с. 1.Место пребывания, жилище: Простьри рѹкѹ скытающюмѹ сѧ по ѹлицамъ. въведи таковы˫а въ свою обитѣль. Изб 1076, 39; то же ЗЦ к. XIV, 73б; повелѣваѥмъ. ˫ако ѥже ѥдиною сщ҃нии манастыреве. по разѹмѹ ѥп(с)пьлю пребывати имъ присно …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρεθύμνου — H ιστορία της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής του Pεθύμνου ξεκίνησε το 1888, με πρωτοβουλία του Eλληνικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Pεθύμνης. Mέχρι το 1990 το μουσείο στεγαζόταν στη Λότζια, στο κέντρο της παλιάς πόλης. Tότε η συλλογή μεταφέρθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαιρώνειας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χαιρώνειας βρίσκεται μέσα σε ένα όμορφο άλσος από κυπαρίσσια, κοντά στο Λιοντάρι της Χαιρώνειας, που δεσπόζει πάνω στο ψηλό βάθρο του. Το μέρος είναι γνωστό για την ιστορική μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., όταν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”